Η νεοφιλελεύθερη «λύση» του κυπριακού θα είναι αδιέξοδη

kypriako_gadaros_500

Μόνο το κοινό μέτωπο Ε/κυπρίων-Τ/κυπρίων εργαζομένων μπορεί να δώσει σταθερή και μόνιμη λύση.

 

Του Παναγιώτη Σολωμού

 

Το κοινό ανακοινωθέν για το Κυπριακό που συμφωνήθηκε ανάμεσα στον Αναστασιάδη και τον Έρογλου στις 11 Φεβρουαρίου, έδωσε μια αίσθηση ότι έχει ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια για το Κυπριακό με σοβαρές προοπτικές και δυνατότητες να υπάρξει μια συμφωνία. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;

Με την άνοδο του Αναστασιάδη στην εξουσία, η κυπριακή,  η Αμερικανική και η Ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη νιώθουν ότι έχουν έναν άνθρωπο δικό τους στην εξουσία. Έναν άνθρωπο που εμπιστεύονται και είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί μαζί τους.

Ο εντοπισμός υδρογονανθράκων στην περιοχή της Κύπρου, αυτή η νέα πηγή πλούτου για τις άρχουσες τάξεις και τις πολυεθνικές, βάζει το ζήτημα της μοιρασιάς του και οι διεκδικητές του είναι πολλοί: εκτός από την Ε/κυπριακή, την Ελληνική, την Τ/κυπριακή και Τουρκική άρχουσα τάξη, είναι και η Ρωσία, το Ισραήλ και φυσικά οι Αγγλοαμερικανοί και οι ξένες πολυεθνικές. Όλοι αυτοί επιθυμούν στην Κύπρο να επικρατεί σταθερότητα, για να μπορούν να εκμεταλλεύονται τον υποθαλάσσιο πλούτο ανενόχλητοι και χωρίς δυσάρεστες πολιτικές ή άλλες εξελίξεις, και γι’ αυτό θα προτιμούσαν κάποια διευθέτηση του προβλήματος.

Αυτό ενισχύεται από την πιο γενική αστάθεια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η ρευστή κατάσταση στην Συρία, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, σπρώχνει τους ιμπεριαλιστές να προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νησίδα σταθερότητας πάνω στην οποία να μπορούν να στηριχτούν.

Απ΄ αυτή τη  διάθεση όμως των «μεγάλων δυνάμεων» μέχρι τη λύση του προβλήματος, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη.

 

 Τα συγκρουόμενα τα συμφέροντα των άρχουσων τάξεων είναι ακόμη εκεί

Το κυπριακό παραμένει ένα άλυτο εθνικό πρόβλημα για  40 χρόνια ενώ οι διακοινοτικές συγκρούσεις ξεκίνησαν από πιο πριν. Όλα αυτά τα χρόνια οι ντόπιες άρχουσες τάξεις των Ελληνοκυπρίων (ε/κ)  και Τουρκοκυπρίων (τ/κ) σε συνεργασία με τις άρχουσες τάξεις στις «μητέρες πατρίδες» προσπαθούσαν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους η μια σε βάρος της άλλης.

Η ε/κυπριακή άρχουσα τάξη είχε σαν βασικό της στόχο μια λύση που να της επιτρέπει την κυριαρχία της σε ολόκληρη την Κύπρο, έτσι που να εκμεταλλεύεται ανενόχλητη όλους τους κατοίκους της και όλους τους πόρους της.

Μπροστά στην αδυναμία της όμως να προωθήσει και να υλοποιήσει τους στόχους της εδώ και τόσα χρόνια, διασπάστηκε σε αδιάλλακτη εθνικιστική από τη μια και διαλλακτική νεοφιλελεύθερη από την άλλη.

Η πρώτη προβάλλει το Κυπριακό σαν ζήτημα «εισβολής και κατοχής» αρνούμενη από ‘κει και πέρα οποιοδήποτε σχέδιο λύσης που να μην οδηγά στην προ του ‘74 κατάσταση. Αυτό όμως είναι κάτι εντελώς εκτός πραγματικότητας – και σήμερα και για το μέλλον.

Αυτή η τάση εκφράζεται, κύρια, από το ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ και τη Συμμαχία Πολιτών που υποστηρίζει το “ενιαίο κράτος” με μια Τουρκοκυπριακή μειονότητα που να μην έχει οποιοδήποτε πολιτικό έλεγχο. Αυτή η πολιτική οδηγεί αναπόφευκτα στην παγίωση της de facto διχοτόμησης.

Η «διαλλακτική» νεοφιλελεύθερη άρχουσα τάξη, που εκφράζεται σήμερα με το κύριο κομμάτι της στο ΔΗΣΥ, στοχεύει σε μια διευθέτηση που να της επιτρέπει να ελπίζει ότι μέσα από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων και εργασίας και στηριζόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ανακτήσει τον έλεγχο της σε ολόκληρη την Κύπρο υποτάσσοντας την πιο αδύνατη Τ/κυπριακή άρχουσα τάξη.

Από την άλλη η Τ/κ άρχουσα τάξη σε συνεργασία με την τουρκική αστική τάξη, στο παρελθόν, στόχευε σε μια διχοτομική λύση, που να της επιτρέπει να εκμεταλλεύεται τους Τ/Κύπριους στο δικό της κομμάτι χωρίς τον ανταγωνισμό του πιο δυνατού Ε/κυπριακού κεφαλαίου.

Ένα κομμάτι της έχει αναπτύξει με τα χρόνια το αίτημα για ένα ανεξάρτητο κράτος, τόσο από τους ε/κ όσο και από την Τουρκία, καθώς το τουρκικό κεφάλαιο τους πνίγει, για αυτό προσανατολίζονται περισσότερο σε μια λύση συνομοσπονδίας.

Μπορούν οι νεοφιλελεύθεροι-ιμπεριαλιστές να φέρουν τη λύση;

Όταν μιλούμε για λύση του κυπριακού πρέπει να ξεκαθαρίζουμε ότι άλλο η πραγματική λύση, και άλλο η υπογραφή μιας συμφωνίας.

Η υπογραφή μιας συμφωνίας δεν σημαίνει αυτόματα και ξεπέρασμα των εθνικών προκαταλήψεων και αντιπαραθέσεων, αντίθετα μπορεί να είναι είτε η απαρχή για την αντιμετώπισή τους είτε η βάση για νέες συγκρούσεις.

Η υπογραφή μιας συμφωνίας θα μπορούσε, υπό κάποιες προϋποθέσεις, να ανοίξει μια διαδικασία για την πραγματική λύση. Η βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η ύπαρξη κοινών συμφερόντων και κοινών στόχων ανάμεσα σε αυτούς που την υπογράφουν.  Η δυνατότητα να υπάρξουν συνθήκες ανάπτυξης και προόδου και για τις δυο κοινότητες είναι πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία αυτής της διαδικασίας. Διαφορετικά η διαδικασία θα καταρρεύσει σε κάποιο στάδιο, δημιουργώντας απογοήτευση σε όσους τη στηρίζουν και πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του εθνικισμού και του φασισμού. Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από κάτι τέτοιο είναι προφανείς.

Το νεοφιλελεύθερο τμήμα της άρχουσας τάξης μπορεί να βρίσκεται τώρα σε πλεονεκτική θέση, αφού κυβερνά στις αντίστοιχες κοινότητες και μπορεί να καταφέρει να φτάσει στην υπογραφή μιας συμφωνίας. Πόσο όμως θα διαρκέσει μια τέτοια συμφωνία; Η νέα προσπάθεια εξακολουθεί να γίνεται μέσα στις ίδιες εθνικές αντιπαραθέσεις ενώ τα ανταγωνιζόμενα διεθνή συμφέροντα στην περιοχή μεταβάλλονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Λιβύη, η Συρία, η Ουκρανία, είναι τα τελευταία αποτελέσματα των αντιπαραθέσεων αυτών.

Οι στρατιωτικές ασκήσεις που γίνονται στην περιοχή από  την κυπριακή κυβέρνηση, το Ισραήλ, τη Ρωσία, την Τουρκία και τους Αγγλοαμερικάνους αποδεικνύουν ακριβώς την ύπαρξη αυτών των κινδύνων.

Για τους εργαζόμενους μια νεοφιλελεύθερη – ιμπεριαλιστική συμφωνία κινδυνεύει να είναι καταστροφική

Μια υπογραφή στο κυπριακό που δεν θα είναι δίκαιη και δεν θα στηρίζεται στην ελεύθερη συγκατάθεση των δύο κοινοτήτων αλλά θα έρθει κάτω από την πίεση των ιμπεριαλιστών και του ξένου παράγοντα, κινδυνεύει να είναι το πρελούδιο μιας επόμενης εθνικιστικής έκρηξης και νέων συγκρούσεων. Η επιβολή μιας ιμπεριαλιστικής συμφωνίας  θα βάλει ολόκληρο το νησί (Ε/κύπριους και Τ/κύπριους) κάτω από τη μνημονιακή αναδιάρθρωση της οικονομίας, δηλαδή χαμηλούς μισθούς, μεγάλη ανεργία, ψηλή φορολογία και κατάργηση του κοινωνικού κράτους, ενώ θα δίνει την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών της πόρων στις πολυεθνικές και τους συνεργάτες τους. Κάτι τέτοιο αποτελεί συνταγή για μελλοντικές εθνικιστικές εντάσεις και συγκρούσεις.

Μέσα στην σημερινή διεθνή κρίση, η άποψη ότι μια συμφωνία, θα μπορεί να φέρει πραγματική οικονομική ανάπτυξη είναι λανθασμένη. Η ανάπτυξη δεν έρχεται στην Κύπρο αλλά ούτε και διεθνώς, όχι επειδή υπάρχουν «εθνικά προβλήματα» αλλά επειδή το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο δεν έχει λόγο να επενδύσει. Το καπιταλιστικό σύστημά βρίσκεται αντιμέτωπο με μια καταστροφική κρίση και δεν μπορεί να δώσει προοπτική ανάπτυξης έτσι κι αλλιώς. Πώς και γιατί η Κύπρος να αποτελέσει εξαίρεση; Ακόμη κι αν θα γίνουν κάποιες επενδύσεις για την ανοικοδόμηση της Αμμοχώστου και άλλων περιοχών αυτό δεν είναι αρκετό για να ξεπεραστεί η κρίση και πολύ περισσότερο να μηδενιστεί η ανεργία, να αυξηθούν οι μισθοί και να επιστρέψουμε σε ένα κράτος πρόνοιας, όταν όλος ο διεθνής περίγυρος είναι συνθήκες κρίσης και αποανάπτυξης.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες είναι εντελώς πιθανό τα κομμάτια των άρχουσων τάξεων καθώς και οι εθνικιστές και νεοφασίστες που εναντιώνονται στην λύση θα χρησιμοποιήσουν τις εθνικές προκαταλήψεις και αντιπαραθέσεις που είναι βαθιά ριζωμένες στους λαούς, αποδίδοντας την ευθύνη για την εξαθλίωση στην «λύση» και στην «άλλη κοινότητα».

Ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και το ΑΚΕΛ αυτή τη στιγμή δηλώνουν υποστήριξη στις διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση «λύσης» μεταξύ του Αναστασιάδη – Έρογλου, ουσιαστικά χωρίς όρους και χωρίς την προβολή της ανάγκης για ένα ανεξάρτητο ταξικό μέτωπο ε/κ και τ/κ με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να ταυτιστεί η Αριστερά με τους νεοφιλελεύθερους και να δώσει την ευκαιρία στους εθνικιστές και τους νεοναζί να παρουσιαστούν με ένα κοινωνικό προσωπείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αποδοχή του διορισμού από τον Αναστασιάδη στελεχών του ΑΚΕΛ ακόμα και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, σε συμβουλευτικές επιτροπές στο πλαίσιο των συνομιλιών/διαπραγματεύσεων.

Κάτι τέτοιο θα είναι ολέθριο για την αριστερά και τους εργαζόμενους. Κάτι ανάλογο συνέβηκε τη δεκαετία του ‘50, όταν η άρνηση του ΑΚΕΛ να μπει μπροστά και να ηγηθεί του αντιαποικιακού αγώνα προσδίνοντας του ταξικά και διεθνιστικά χαρακτηριστικά, και να συνενώσει Ε/κύπριους και Τ/κύπριους εργαζόμενους, σε ένα μαζικό – λαϊκό αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία, ουσιαστικά τον άφησε στα χέρια της ακροδεξιάς του Γρίβα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη ακραίων εθνικισμών και στις δύο κοινότητες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τραγωδία του ’74.

Λύση μπορεί να φέρει μια ταξική απάντηση στο εθνικό πρόβλημα

Η Αριστερά έχει καθήκον να συνδέσει το εθνικό πρόβλημα με τον ταξικό αγώνα και το στόχο της ανατροπής του συστήματος. Να βάλει τις βάσεις για την δική της ανεξάρτητη πρόταση και πορεία στο κυπριακό.

Μια πρόταση που θα στηρίζεται στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων εργαζομένων ενάντια στις επιθέσεις του κεφαλαίου είτε προέρχονται από την Άγκυρα είτε από τις Βρυξέλλες. Μια τέτοια πολιτική μπορεί να εκφραστεί μέσα από ένα κοινό μέτωπο ε/κυπρίων και τ/κυπρίων εργαζομένων σήμερα, κι όχι μετά και σαν συνέπεια κάποιας συμφωνίας.

Ένα τέτοιο μέτωπο θα μπορούσε μαζί με το στόχο για λύση να συνδυάσει και αιτήματα για τον τερματισμό των μέτρων λιτότητας και την κρατικοποίηση-κοινωνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας και των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Κύπρου κάτω από κοινωνικό και εργατικό έλεγχο και διαχείριση προς όφελος του συνόλου των κατοίκων της, έτσι ώστε να αποτελέσουν την σταθερή βάση της ανάπτυξης.

Το κοινό μέτωπο των Ε/κ και Τ/κ εργαζομένων μπορεί να βάλει στόχο την επίλυση του κυπριακού μέσα από μια σοσιαλιστική ομοσπονδία με πραγματική πολιτική ισότητα των εργαζομένων που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Κάτι που δεν θα έχει ανάγκη τις εγγυήσεις των μητέρων πατρίδων και των μεγάλων δυνάμεων αλλά θα στηρίζεται στα κοινά συμφέροντα και την εμπιστοσύνη των ε/κυπρίων και τ/κυπρίων εργαζομένων που ήδη υπάρχει και θα ενισχυθεί μέσα από τους κοινούς αγώνες. Ταυτόχρονα πρέπει και μπορεί να στηριχτεί από τα εργατικά κινήματα της Ελλάδας και της Τουρκίας που και αυτά δίνουν τη μάχη ενάντια στην επιβολή του νεοφιλελευθερισμού. Δείγματα τέτοιας αλληλεγγύης υπήρχαν και το 2011 όπου τα τουρκικά συνδικάτα υποστήριξαν τον αγώνα των τουρκοκυπρίων και το σύνθημά τους για την άρση της κατοχής και τη μη επιβολή της Άγκυρας στα εσωτερικά της Κύπρου. Αντίστοιχα οι Έλληνες εργαζόμενοι το Μάρτη του 2013 έστειλαν μηνύματα αλληλεγγύης στους ελληνοκύπριους εργαζόμενους ενάντια στο «κούρεμα», το μνημόνιο και τις επιταγές της Τρόικας.

Η προηγούμενη ιστορική περίοδος στην οποία ο καπιταλισμός αναπτύσσονταν, όταν υπήρχε σταθερότητα και οι εργαζόμενοι είχαν κοινωνικές κατακτήσεις, έχει τελειώσει διεθνώς και βρισκόμαστε σε μια περίοδο σκληρής αντεργατικής επίθεσης του κεφαλαίου, και ταξικών συγκρούσεων. Αυτή η περίοδος απαιτεί από την Αριστερά και το εργατικό κίνημα να επανεξοπλιστεί ανάλογα για να την αντιμετωπίσει.

Η παραδοσιακή  Αριστερά, απέτυχε να δημιουργήσει ένα τέτοιο μέτωπο. Από την άλλη η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά μπορεί σήμερα να μην έχει τους αριθμούς για να ηγηθεί μιας προσπάθειας λύσης μέσα από το κοινό μέτωπο Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων εργαζομένων. Έχει όμως τη δυνατότητα, αναλύοντας σωστά τις προοπτικές, να βάλει τις βάσεις για τη δημιουργία αυτού του μετώπου στο  κοντινό μέλλον, ένα κοινό μέτωπο που να δραστηριοποιείται τόσο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όσο και μετά την πιθανή υπογραφή μιας συμφωνίας. Η Νέα Διεθνιστική Αριστερά (ΝΕΔΑ) αγωνίζεται προς αυτήν την κατεύθυνση και καλεί όλους όσους  βλέπουν την αναγκαιότητα για τη δημιουργία αυτού του μετώπου να συνενώσουν τις δυνάμεις τους μαζί της.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.